- μακροβίωσις
- μακροβίωσις, ἡ (Α) [μακροβιώ]μακροβιότητα («τοῡ γνῶναι ἅμα ποῡ ἐστι μακροβίωσις καὶ ζωή», ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μακροβίωσις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροβίωσιν — μακροβίωσις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԵՐԿԱՅՆԱԿԵՑՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0688 Chronological Sequence: 6c, 11c գ. μακροβίωσις, μακροβιότης vita longaeva Երկայնակեացն գոլ. երկարութիւն կենաց. երկարատեւութիւն. *Երկայնակեցութեան պարգեւօք պսակէ զկենդանին. Պիտ.: *Առողջութիւնք մարմնոց ... եւ երկայնակեցութիւն ամաց.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
μακροβιώσεως — μακροβιώσεω̆ς , μακροβίωσις fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)